-
1 слово
слово 1-а, πλθ. слова, слов, -амκ. παλ. словеса, словес, -ам ουδ.1. λέξη•значение -а η σημασία της λέξης•
иностранные -а ξένες λέξεις.
2. ομιλία, γλώσσα.3. φράση• λόγος. || φλυαρία, αμετρολογία, αερολογίες, λόγια του αέρα, ανεμώλια έπη.4. υπόσχεση, λόγος•держать своё слово κρατώ το λόγο•
связать себя -ом δένομαι με υπόσχεση, πιάνομαι από λόγο.
5. αγόρευση•просить слово ζητώ το λόγο (να μιλήσω)•
предоставить слово для доклада δίνω το λόγο για την εισήγηση•
приветственное -χαιρετιστήρια ομιλία•
вступительное слово εισαγωγική ομιλία, άνοιγμα (συνέλευσης, συνεδρίασης κ.τ.τ.)• заключительное слово ομιλία κλεισίματος (συνέλευσης, συνεδρίασης κ.τ.τ.) дар -а χάρισμα λόγου (ευφράδειας).
6. παλ. έργο λόγου, πνευματικό έργο• πόνημα, σύγγραμμα• βιβλίο.7. πλθ. -а στίχοι (μελοποιημένοι).εκφρ.новое слово – καινούρια επίτευξη (επιστήμης κλπ.)• первое слово: α) το πρώτο, το αρχικό βήμα, το πρώτο ξεκίνημα; β)το πιο βασικό, το κύριο, το ουσιώδες•последнее слово – η τελευταία λέξη (η νεότατη επίτευξη)•одним -ом – κ. (απλ.) одно слово βλ. словом• слово в слово расказать διηγούμαι λέξη προς λέξη, κατά γράμμα, με το νι και με το σίγμα•слово за слово – απο λίγο-λίγο, βαθμιαία (για εξέλιξη συνομιλίας, λόγου)•на -ах – α) προφορικά, β) στα λόγια (όχι στην πράξη)•по -ам чьим – α) κατά τα λόγια του..., κατά τα λεγόμενα του... β) όπως λέγει (διδάσκει, γράφει,) ο...• в двух (в кратких коротких) -ах με δυο λόγια, σύντομα, κοντολογής•в одно слово – (για φράση, σκέψη) την ίδια, το ίδιο (κι εγώ)•.ταυτόχρονα κι εγώ•к -у (прийтись) – θυμούμαι επειδή ειπώθηκε τέτοια λέξη, κάτι μου θυμίζει η λέξη•от -а до -а ή до -а – όλα και λεπτομερέστατα•от -а к -у – από κουβέντα σε κουβέντα, στην πορεία της συνομιλίας•с первого -а – από την πρώτη λέξη (ευθύς εξ αρχής, αμέσως)•о чужих слов – από τα λεγόμενα των άλλων•слов ή слова нет – καμιά αντίρρηση ή συζήτηση• βέβαια, πραγματικά•нет слов как... – δεν μπορώ να εκφραστώ πως...• к -у сказать με την ευκαιρία αυτή θα πω, να προσθέσω•брать (взять) свои -а обратно – παίρνω το λόγο μου πίσω•знать (такое) слово – ξέρω μαγικήλέξη (επιτυχίας)•тратить -а понапрасну (попусту, зря) – χάνω τα λόγια μου μάταια, άδικα•быть господином (хозяином) своего -а ή своему -у – εκτελώ την υπόσχεση μου•не находить слов – δε βρίσκω λόγια (να ευχαριστήσω κ.τ.τ.)• слов не хватает βλ. προηγούμενη έκφραση.слово 2-а ουδ.παλαιά ονομασία του γράμματος «С»εκφρ.слово-ер; слово-ерик; слово-ер-с; слово-ерик-с – παλ. ονομασία του φθόγγου «С» που στον προφορικό λόγο μπαίνει στο τέλος των λέξεων σε ένδειξη εκτίμησης προς τον συνομιλητή: с – слово και του «Ъ» – ер, ерик. -
2 например
например λόγου χάρη, παραδείγματος χάρη (сокращённо λ.χ., π.χ.)* * *λόγου χάρη, παραδείγματος χάρη (сокращённо λ.χ., π.χ.) -
3 свобода
свобода ж η ελευθερία, η λευτεριά; \свобода слова η. ελευθερία του λόγου· \свобода печати η ελευθεροτυπία, η ελευθερία του τύπου· гражданские \свободаы οι πολιτικές (или δημοκρατικές) ελευθερίες* * *жη ελευθερία, η λευτεριάсвобо́да сло́ва — η ελευθερία του λόγου
свобо́да печа́ти — η ελευθεροτυπία, η ελευθερία του τύπου
гражда́нские свобо́ды — οι πολιτικές ( или δημοκρατικές) ελευθερίες
-
4 часть
часть ж .1) το μέρος· το τμήμα (участок)· το κομμάτι (кусок)· \частьи тела τα μέρη του σώματος· большая \часть το μεγαλύτερο μέρος; составные \частьи τα συστατικά μέρη; \частьи света τα μέρη του κόσμου; запасные \частьи τα ανταλλακτικά 2) (отдел) το τμήμα, ο τομέας 3) воен. η μονάδα, το τμήμα ◇ \частьи речи τα μέρη του λόγου; по большей \частьи συνήθως, κατά το πλείστο* * *жчасти те́ла — τα μέρη του σώματος
бо́льшая часть — το μεγαλύτερο μέρος
составны́е части — ή τα συστατικά μέρη
части све́та — τα μέρη του κόσμου
запасны́е части — τα ανταλλακτικά
2) ( отдел) το τμήμα, ο τομέας3) воен. η μονάδα, το τμήμα••части ре́чи — τα μέρη του λόγου
по бо́льшей части — συνήθως, κατά το πλείστο
-
5 речевой
речевойприл φωνητικός, τοῦ λόγου:\речевой аппарат τό ὀργανο του λόγου. -
6 речь
речьж1. (способность говорить) ὁ λόγος, ἡ μιλιά:органы речи τά ὀργανα του λόγου· дар речи ἡ εὐγλωττία, τό χάρισμα τοῦ λόγου· потерять дар речи χάνω τή λαλιά μου, βουβαίνομαν владеть речью ξέρω νά μιλώ, ἔχω τό λέγειν2. (язык) ἡ γλώσσα:изысканная \речь ἡ περίτεχνη γλώσσα· устная \речь ὁ προφορικός λόγος·3. (разговор, беседа) ὁ λόγος, ἡ ὁμιλία, ἡ κουβέντα:\речь идет о том, чтобы... λέμε ὀτι..., ἡ συζήτηση γίνεται γιά...· заводить \речь (о чем-л.) ἀνοίγω κουβέντα· об этом не может быть и речи ὁϋτε λόγος νά γίνεται·4. (выступление) ἡ ὀμιλία, ὁ λόγος, ἡ ἀγό-ρευση [-ις] / ἡ προσφώνηση [-ις] (в торжественных случаях). -
7 дар
-а, πλθ. -ы α.1. δώρο•-ы данайцев τα δώρα των Δαναών•
дар бесценный ανεκτίμητο δώρο.
2. χάρισμα, προίκισμα•природный дар το προίκισμα της φύσης (ταλέντο)•
дивный дар θαυμάσιο ταλέντο.
3. πλθ. -ы, -ов εκκλσ.: святые -ы θεία Μετάληψη.εκφρ.дар слова ή речи, – α) χάρισμα του λόγου•животное не обладает -ом речи – το ζώο στερείται, του χαρίσματος του λόγου, β) ταλέντο του λέγειν (της ευφράδειας)’ -ы фортуны εύνοια της τύχης. -
8 книжный
επ.1. του βιβλίου•книжный переплёт η βιβλιοδεσία•
книжный шкаф βιβλιοθήκη (έπιπλο)•
-магазин βιβλιοπωλείο•
-ая торговля βιβλιε-μπορία.
2. θεωρητικός, άσχετος με την πράξη.3. του γραπτού λόγου•-ые выражения εκφράσεις γραπτού λόγου.
εκφρ.- ая палата – κεντρικό βιββλιογραφικό ίδρυμα στην ΕΣΣΔ. -
9 речевой
επ.του λόγου, της ομιλίας• γλωσσικός• προφορικός, της προφοράς•речевой аппарат τα όργανα του λόγου•
-ое богатство γλωσσικός πλούτος.
-
10 речь
-и, πλθ. речи-и θ.1. λόγος, ομιλία•органы -и τα όργανα του λόγου•
развитие -и ανάπτυξη του λόγου (ομιλίας)•
устная речь προφορικός λόγος•
письменная речь γραπτός λόγος.
2. προφορά, γλώσσα•изысканная, речь περίτεχνη γλώσσα•
отчтливая речь καθαρή ομιλία ή προφορά.
3. ύφος, στυλ•стихотворная речь ο ποιητικός λόγος.
4. κουβέντα•речь идёт γίνεται λόγος•
речь шла γίνονταν λόγος•
об этом и -и нет γι αυτό καμιά κουβέντα, ούτε λόγος (δε γίνεται)•
опять он завл речь о ней πάλι αυτός άρχισε την κουβέντα γι αυτήν.
5. αγόρευση•речь прокурора η αγόρευση του εισαγγελέα•
защитительная речь η αγόρευση της υπεράσπισης.
-
11 риторический
επ.ρητορικός•-ие украшения речи ρητορικά στολίδια λόγου•
-ие фразы οι ρητορικές φράσεις.
εκφρ.риторический вопрос – ρητορικό ερώτημα (σχήμα λόγου). -
12 стиль
-я α.1. το στυλ (Τέχνης ή λόγου), ύφος λόγου•романтический стиль в литературе ρω-μαντικό στυλ στη λογοτεχνία•
готический γοτθικό στυλ•
древнегреческий стиль в архитектуре αρχαιοελληνικό στυλ αρχιτεκτον ικής•
газетный стиль το στυλ εφημερίδων•
лаконический λακωνικό στυλ•
стиль фельетона στυλ επιφυλλίδας.
2. τρόπος συμπεριφοράς, ομιλίας, ενδυμασίας κλπ. стиль руководства στυλ καθοδήγησης•модный стиль μοντέρνο στυλ•
у каждого есть свой стиль ο καθένας έχει το δικό του στυλ.
3. το σύστημα μέτρησης του χρόνου•старый стиль το παλιό ημερολόγιο•
новый ή грегорианский стиль το νέο (γρηγοριανό) ημερολόγιο.
-
13 тон
-а, πλθ. тона κ. тоны α.1. (μουσ. κ. φυσ.) τόνος• ήχος• φθόγγος•низкий тон χαμηλός τόνος•
-ие -а υψηλοί τόνοι.
2. (μουσ.) το μεταξύ δυο φθόγγων κανονικό διάστημα.3. βλ. тональность• мажорный тон ο τόνος ματζόρε•минорный тон ο τόνος μινόρε.
4. ο χαρακτήρας, η χροιά ήχου, φωνής•чистый тон музыкального инструмента καθαρός ήχος μουσικού οργάνου.
5. ο τόνος ομιλίας, ύφος λόγου•повелительный тон προστακτικός τόνος.
|| στυλ λόγου ή έργου•полемический тон πολεμικός τόνος.
|| χαρακτήρας, τρόπος (συμπεριφοράς, ζωής κλπ.).6. χρώμα, χρωματισμός• απόχρωση•светлые -ы οι φωτεινοί τόνοι των χρωμάτων, τα φωτεινά χρώματα.
εκφρ.в тон – ομοιοχρωμία, ομοχρωμία•в тон (говорить сказать) – με φυσικό τόνο (λέγω, μιλώ)•под тон – στον ίδιο τόνο (στυλ, πνεύμα)•-ом выше (говорить, сказать) – με ανεβασμένο τον τόνο της φωνής (μιλώ, λέγω)•-ом ниже (говорить, сказать) – με χαμηλό τόνο (μιλώ, λέγω)•задавать тон – παλ. σοβαρεύομαι, παίρνω σοβαρό ύφος• περηφανεύομαι•задать (дать) тон – α) μουσ. δίνω τόνο, βάση (για έναρξη τραγουδιού), β) δίνω κατεύθυνση, πορεία: дать тон собранию δίνω τον τόνο στη συνέλευση, γ) δείχνω το παράδειγμα•повысить – υψώνω τον τόνο της φωνής•сбавить (снизить, понизить) тон – χαμηλώνω τον τόνο της φωνής•попасть в тон – λέγω ή πράττω κάτι πετυχημένα, βαρώ στο ψητό. -
14 Reason
subs.Rational faculty: P. and V. λόγος, ὁ; use mind.Plea: P. and V. λόγος, ὁ, πρόφασις, ἡ, σκῆψις, ἡ.In reason: see Reasonably.Anything in reason: P. ὁτιοῦν τῶν δυνατῶν.It stands to reason: P. and V. εἰκός (ἐστι), εὔλογόν (ἐστι).By reason of: P. and V. διά (acc.), ἕνεκα (gen.), χάριν (gen.) (Plat.), V. εἵνεκα (gen.), Ar. and V. ἕκατι (gen.), οὕνεκα (gen.), sometimes in P. παρά (acc.) (Dem. 545).For no reason: V. ἐξ οὐδένος λόγου.For other reasons: P. and V. ἄλλως.For many reasons we may expect victory: P. κατὰ πολλὰ εἰκὸς ἐπικρατῆσαι (Thuc.).——————v. intrans.P. and V. λογίζεσθαι, P. συλλογίζεσθαι.Reason rightly: P. and V. ὀρθῶς γιγνώσκειν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Reason
-
15 зачин
(литер) η εισαγωγή (στα παραμύθια, στους μύθους κ.λπ, λόγου χάρην «μια φορά κι ένα καιρό...»).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > зачин
-
16 клаузула
1. юр. о όρος, η ρήτρα, το κεφάλαιο 2. литер. το τέλος (του ποιήματος) 3. (в риторике) το κλείσιμο, το τέλος (του λόγου).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > клаузула
-
17 поток
1. (устремляющаяся в каком-л. направлении масса чего-л.) η ροή, το ρεύμα, ο χείμαρροςбезнапорный гидр. - δίχως πίεσηламинарный - γραμμική -, παράλληλη -полный физ. - ολική -свободный - ελεύθερη -, ασυμπίεστη -тепловой - физ. - της θερμότηταςтурбулентный - στροβιλώδης -, τεταραγμένη -2. (непрерывное движение, поступление чего-л. во множестве) η ροή, η κίνηση 3. (непрерывное производство) η κυκλοφορία, η ροή της παραγωγής.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > поток
-
18 пренебрегать
1. (не обращать внимания) δεν υπολογίζω (κάτι ή κάποιον), παραμελώ, δεν δίνω σημασία, θεωρώ ανάξιο λόγου, θεωρώ ασήμαντο, απαξιώ 2. (относиться с презрением) περιφρονώ, απαξιώνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пренебрегать
-
19 речевой
лингв. φωνητικός, του λόγου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > речевой
-
20 часть
1. (доля целого) το μέρ/ος, το τμήμαразбирать на - и (ξε)χωρίζω σε κομμάτια/τεμάχιαвступительная - литер. η εισαγωγή, ο πρόλογοςпроточная - гидротурбины το τμήμα ροής του υδραυλικού στροβίλου/της τουρμπίνας2. (составной элемент какого-л. механизма, организма и т.п.) το μέρος· ходовая - автомобиля κινητήριο - του αυτοκινήτου 3. (отдел учреждения, отдельная отрасль управления) το τμήμα, ο τομέας 4. (область деятельности, специальность) о τομέας 5. -й речи грам. τα μέρη του λόγουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > часть
См. также в других словарях:
λόγου χάρη — επίρρ. τροπ., για παράδειγμα, ως παράδειγμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λόγου — λόγος computation masc gen sg λογόω introduce pres imperat act 2nd sg λογόω introduce imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τοῦτο δῂ τό τοῦ λόγου χανεῖν μοι τήν γήν εὐχόμην. — τοῦτο δῂ τό τοῦ λόγου χανεῖν μοι τήν γήν εὐχόμην. См. Чтоб мне сквозь землю провалиться! … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἀνδρὸς χαρακτὴρ ἐκ λόγου γνωρίζεται. — См. Знать человека по речам … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
’Ιδρώς τε μοι πεφιεχεῖτο υπ’ αἰδοῦς καὶ τοῦτο δὴ τὸ τοῦ λόγου χαινεῖν μοι τὴν γῆν, εὐχόμην ὀρῶτ… — См. Провалиться сквозь землю … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Σοφὸν εὔκαιρος σιγὴ καὶ παντὸς λόγου κρεῖττον. — См. Слово серебро, молчание золото … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
επαρκούς ή αποχρώντος λόγου, αρχή — (principium rationis sufficientis). Αρχή της Λογικής, σύμφωνα με την οποία κάθε φαινόμενο έχει μία αιτία. Όμως, η ίδια αιτία δεν παράγει απαραίτητα και το ίδιο το φαινόμενο, ούτε η αιτία του ίδιου φαινομένου είναι πάντοτε η αυτή. Η α.ε.λ.… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
λόγος — I Η ομιλία, η λαλιά του ανθρώπου ως μέσο έκφρασης και επικοινωνίας. Βλ. λ. γλώσσα. Λ. επίσης ονομάζεται η λογική. Βλ. λ. λογική. II (Μαθημ.). Ας είναι Α και Β δύο ομοειδή γεωμετρικά μεγέθη, για παράδειγμα, δύο ευθύγραμμα τμήματα· ενδέχεται φυσικά … Dictionary of Greek
Καντ, Ιμάνουελ — (Immanuel Kant, Κένιξμπεργκ 1724 – 1804). Γερμανός φιλόσοφος. Ο Κ. είναι διάσημος μεταξύ άλλων, για τα έργα του Κριτική του καθαρού λόγου (1781, β’ έκδοση 1787), Κριτική του πρακτικού λόγου (1788) και Κριτική της δύναμης της κρίσης (1790), που… … Dictionary of Greek
Монофизитство — Христианство Портал:Христианство Библия Ветхий Завет · Новый Завет … Википедия